παχίων

παχίων
πάχος
thickness
neut gen pl (doric)
παχύς
thick
masc/neut gen pl (doric)
παχύς
thick
masc/fem nom comp sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παχίων — πάχιον, Α ανώμαλος τ. συγκριτ. τού παχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχύς + κατάλ. συγκριτ. ίων (πρβλ. καλλ ίων)] …   Dictionary of Greek

  • λιθοθάμνιο — (Lithothamnion). Γένος απολιθωμένων κρυπτογαμικών φυτών της οικογένειας των κοραλλιονιδών, της ομοταξίας των ροδοφυκών. Περιλαμβάνει φύκη των αβαθών θαλασσών, τα οποία εμφανίστηκαν κατά την ιουρασική περίοδο. Το λ. αριθμεί περίπου 120 είδη, τα… …   Dictionary of Greek

  • παχύς — ιά, ύ και παχιός, ιά, ιό / παχύς, εῑα και ιων. τ. έα, ύ, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει αρκετό ή υπερβολικό πάχος, χοντρός 2. (για πρόσ. και ζώα) (στην κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει πολύ λίπος στο σώμα του, παχύσαρκος νεοελλ. 1. (για μουστάκι) πυκνό 2 …   Dictionary of Greek

  • ανυδρίτης — Ορυκτό άνυδρο θειικό ασβέστιο (CaSO4). Ανήκει στο ορθορρομβικό σύστημα και οι κρύσταλλοί του έχουν σχήμα παχιών πρισματικών πλακιδίων και καμιά φορά ψευτοκυβικό. Η σκληρότητά του στην ορυκτολογική κλίμακα είναι 3,5 και η πυκνότητά του 2,9 gr/cm3 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”